Όλα γυρνούν στο Αρχιπέλαγος. ‘Ολα εκεί επιστρέφουν και υπερίπτανται, στριφογυρνούν σε ύπνους ανονείρευτους, η νοσταλγία τα στοιχειώνει. Τι νοσταλγούμε; Δεν ξέρω το παρελθόν και τα φαντάσματα των διπλανών μου· ωστόσο τα νιώθω να ριγούν. Η νοσταλγία νιώθεται, κατασκευάζεται, σαρκώνει την ύλη της.
Ακούω αυτή την ύλη: Κλειστές πλατείες σαν σκηνές θεάτρου, από τις μπούκες τους ξεπροβάλλουν οι έφηβοι προς τον κόσμο· βουτιές ολημερίς, πετσί αργασμένο λουστρίνι, πάνινα παπούτσια· μεταβατικό απομεσήμερο, αφόρητα γλυκό το απόγευμα, αφόρητα μαβί το δειλινό, απλωμένοι στο λιμάνι κάτω από φωτάκια, διασταυρώσεις βλεμμάτων στο quai, άνθρωποι, βλέμματα, αγγίγματα, μυρωδιές μαλλιών, φρέσκα πουκαμισάκια, χνάρια λευκής σάρκας, εκεί που δεν χαϊδεύει ο ήλιος, αγόρια, κορίτσια, ραγισμένα μπλουζ από βραχνά μαγνητόφωνα. Ανθρωποι, άνθρωποι, βλέμματα, εικόνες που έχουν εξαχνωθεί και τώρα ευωδιάζουν απατηλά. Η ύλη της νοσταλγίας.
Μεταίχμιο της ύλης, πέρασμα από το χυμώδες μονοκόκκαλο Παλαιό στο πολυσθενές, ασπόνδυλο Σήμερα: η πρωτεϊκή εικόνα του Πιραντέλο, στην παραλία της Σικελίας, όπως την απέδωσαν κινηματογραφικά οι Ταβιάνι στο «Χάος». Η mare nostrum περιμένει, προσκαλεί· οι άνθρωποι φτάνουν ασθμαίνοντες στην ακρογιαλιά·χύνονται στην τελετή του αλμυρού νερού. Τελετή.
Ιδια τελετή δείχνει ο Αβδελιώδης στο θεμελιώδες «Δέντρο που πληγώναμε». Βλέπω ανάμεσά τους τον Χιώτη-Συριανό-Ρουμάνο-Πειραιώτη παππού μου, βλέπω το πάμφωτο Νησί, μια όχεντρα στη δράφη, σκιάδια και τραγιάσκες, ανασηκωμένα πουκάμισα και ντρίλια. Αποϊδρώνουν στην άκρη, η θάλασσα βαθιά, ψυχρή, ανατριχιάζει, προσκαλεί· η άμμος ρύζι. Οι παραγκαιριές τρεμίζουν σταχτιές. Ενα νεύμα. Ορμούν στο αλμυρό νερό, στην τελετή.
Υλη της νοσταλγίας: ό,τι θυμόμαστε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι νομίζουμε πως θυμόμαστε, ό,τι έχουμε ανάγκη, τόσο που να το ζούμε ξανά και ξανά. Ενα συνεχές. Κατασκευή; Αδιάφορο.
Να, κάπως έτσι, ψαύουμε το καταγωγικό μας ίχνος στο Αρχιπέλαγος, σε μια υγρή μήτρα, ψυχρό και αλμυρό νερό, ξερολιθιές, απέραντος ουρανός απάνω και παντού, μελτέμια, γλαυκές σιλουέτες τα νησιά τριγύρω, όλα τα νησιά μόνα κι όλα μαζί. Ολοι καταγόμαστε από το Αρχιπέλαγος, είτε γιατί εκεί γεννηθήκαμε είτε γιατί εκεί μεγαλώσαμε είτε γιατί εκεί νιώσαμε τον εαυτό μας ενήλικο, ερωτευμένο, λεύτερο, μονάχο. Στο Αρχιπέλαγος νιώσαμε την ύλη μας και το μέτρο της, τη δίψα της σάρκας και το πέρας της· στα νησιά αντιληφθήκαμε την αναλογία μικρού-μεγάλου, μακρινού-κοντινού, εφήμερου-αιώνιου· στα γυμνά νησιά αναρωτήθηκαμε «γιατί οι άνθρωποι διαλέγουν να ζουν εδώ;», κι ήμασταν γυμνοί σε μια πάλλευκη παραλία. Σε αυτόν τον θάλαμο καταγωγής, επινοημένο ίσως αλλά τόσο ζωντανό, νιώσαμε την έκπληξη της ύπαρξης και σπαρτάρισε το δέρμα όταν μας πρόλαβε άυπνους η αυγή, σε ερωτικό παραδομό. Μια τέτοια νύχτα στα νησιά, με πεφταστέρια, σφραγίζει το σώμα για πάντα. Γίνεται καταγωγή. Αυτή τη νύχτα νοσταλγούμε πάντα.
Τούτο το παραχωμένο θάμβος φανερώνεται όλο και πιο αραιά, καθώς τα χρόνια κάθονται πάνω μας σαν σκόνη· μια αναλαμπή, νύχτες με Περσείδες, νύχτες όπου η βουή του τουρισμού αποσύρεται προσώρας και αφήνει να χυθεί ορμητική η ανάμνηση μέσα στους καλαμιώνες. Μία στιγμή καλότυχη, από Ιούλιο έως Σεπτέμβριο, έρχεται σαν ρεύμα και ταράζει τα μουδιασμένα σώματα. Στη μαλακωσιά μιας ρύμης, αντίκρυ σε αμπέλια και ελιές, με πλάκες φρεσκοασβεστωμένες, το λευκό τους να φεγγίζει στο σούρουπο, μια ρύμη που σου φανερώνει τη Διαμονή. Στο ετοιματζίδικο μπαλκόνι ενός ρουμ, με τις λεμονιές ολόγυρα, και την πόλη απέναντι. Στην θαλασσινή αυλή ολονυχτίς, ανάμεσα στο εγκόσμιο και το θείο, από τη μια το διαρκές βεγγαλικό και από την άλλη ο μεταφυσικός πολυέλαιος, από τη μια το σώμα κι από την άλλη ο φόβος του.
Μια αναλαμπή, ο διακαμός του σαρκίου μας, ιδού: το Αρχιπέλαγος της καταγωγής μας. Η ύλη της νοσταλγίας.
αναδημοσίευση από εδώ