Ανάμεσα στις μέρες του κερασιού και τις μέρες του βύσσινου,
όταν αρχίζουν τα βερίκοκα να γίνουνται
και δεν ακούς να πέφτουνε τα μήλα,
το μικρό περιβόλι χωρίς ορίζοντα
κι οι φυλλωσιές δίνουν τα χέρια ολούθε και σε κλείνουν.
Ανάμεσα σε τούτα τα βουνά με χρώμα πέρα απ' τη ζωή
σ' αυτές τις ερημιές, στεγνούς βυθούς
από πελάγη που άλλοτε θα να 'χες αρμενίσει,
στο μικρό περιβόλι, να οι καρποί
να τα παιδιά της θρησκείας·
άγουρες προσφορές ώριμες προσφορές, προσφορές σάπιες.
- Πώς γίναμε έτσι; Ρώτα καλύτερα
τους επωδούς τους μάγους και τους φαρμακούς,
για μένα φτάνει
να βλέπω αυτή τη φυλλωσιά, τούτο το σώμα·
άγουρες γωνιές ώριμες γωνιές, γωνιές χτυπημένες.
Τα κεράσια πέρασαν τα μήλα θ' αργήσουν ακόμη
και το φεγγάρι με θολωτά φτερά περιστεριού
στα λινά ντυμένο
καθώς ακούω στη μικρή δεξαμενή την ακατάπαυτη στάλα,
κομπολόι μαθητευόμενου, χάντρες από φτωχό πανηγύρι-
κι η πόρνη κρατώντας τσακισμένο γυαλί τα μύρα
κάτω στις ιτιές των Σοδόμων.
Γ. Σεφέρης